Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uniʧiˈta]

1 μοναδικότητα
2 ιδιαιτερότητα
3 αποκλειστικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unicellulare unico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ungulato (επίθ.)
unicamente (επίρ.)
unicamerale (επίθ.)
unicameralismo (ουσ αρσ )
unicellulare (επίθ.)
unicità (θηλ.ουσ)
unico (ουσ αρσ )
unico (επίθ.)
unicorno (ουσ αρσ )
unicorno (επίθ.)
unicum (ουσ αρσ )
unidimensionale (επίθ.)
unidirezionale (επίθ.)
unifamiliare (επίθ.)
unificabile (επίθ.)
unificare (ρ. μτβ.)
unificarsi (ρ.μ. (αντων.))
unificativo (επίθ.)
unificato (επίθ.)
unificatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---