Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unicòrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uniˈkɔrno]

μονόκερως φάλαινα Monodon monoceros

unicòrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uniˈkɔrno]

1 μονόκερως
2 μονοκέρατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unico unicum  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unicameralismo (ουσ αρσ )
unicellulare (επίθ.)
unicità (θηλ.ουσ)
unico (ουσ αρσ )
unico (επίθ.)
unicorno (ουσ αρσ )
unicorno (επίθ.)
unicum (ουσ αρσ )
unidimensionale (επίθ.)
unidirezionale (επίθ.)
unifamiliare (επίθ.)
unificabile (επίθ.)
unificare (ρ. μτβ.)
unificarsi (ρ.μ. (αντων.))
unificativo (επίθ.)
unificato (επίθ.)
unificatore (ουσ αρσ )
unificatore (επίθ.)
unificazione (θηλ.ουσ)
uniformare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---