Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unghiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [unˈgjɔlo]

1 γαμψό άκρο εντόμου
2 νύχι γαμψό ζώου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unghiella unghione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unghia (θηλ.ουσ)
unghiata (θηλ.ουσ)
unghiato (επίθ.)
unghiatura (θηλ.ουσ)
unghiella (θηλ.ουσ)
unghiolo (ουσ αρσ )
unghione (ουσ αρσ )
unghiuto (επίθ.)
ungitore (ουσ αρσ )
ungitura (θηλ.ουσ)
ungueale (επίθ.)
unguento (ουσ αρσ )
ungula (θηλ.ουσ)
ungulato (ουσ αρσ )
ungulato (επίθ.)
unicamente (επίρ.)
unicamerale (επίθ.)
unicameralismo (ουσ αρσ )
unicellulare (επίθ.)
unicità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---