Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùnghia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈungja]

το νύχι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ungheria unghiata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lima [θηλ.] per unghie = η λίμα νυχιών || unghia [θηλ.] incarnita = το νύχι που μπήκε στο χρέας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ungere (ρ. μτβ.)
ungersi (ρ.μ. (αντων.))
ungherese (ουσ αρσ και θηλ.)
ungherese (επίθ.)
Ungheria (θηλ.ουσ)
unghia (θηλ.ουσ)
unghiata (θηλ.ουσ)
unghiato (επίθ.)
unghiatura (θηλ.ουσ)
unghiella (θηλ.ουσ)
unghiolo (ουσ αρσ )
unghione (ουσ αρσ )
unghiuto (επίθ.)
ungitore (ουσ αρσ )
ungitura (θηλ.ουσ)
ungueale (επίθ.)
unguento (ουσ αρσ )
ungula (θηλ.ουσ)
ungulato (ουσ αρσ )
ungulato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---