Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uncinétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [unʧiˈnetto]

βελονάκι πλεξίματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uncinato uncino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unanimismo (ουσ αρσ )
unanimità (θηλ.ουσ)
unciale (θηλ. επίθ και ουσ)
uncinare (ρ. μτβ.)
uncinato (επίθ.)
uncinetto (ουσ αρσ )
uncino (ουσ αρσ )
undecimo (ουσ αρσ )
undecimo (επίθ.)
undicenne (ουσ αρσ )
undicenne (θηλ.ουσ)
undicenne (επίθ.)
undicesimo (ουσ αρσ )
undicesimo (επίθ.)
undici (αρσ. επίθ και ουσ)
ungarico (επίθ.)
ungaro (ουσ αρσ )
ungaro (επίθ.)
ungere (ρ. μτβ.)
ungersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---