Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unciàle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [unˈʧale]

στρογγυλόσχημη γραφή χειρογράφων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unanimità uncinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

un (οριστ. άρθ.)
unanime (επίθ.)
unanimemente (επίρ.)
unanimismo (ουσ αρσ )
unanimità (θηλ.ουσ)
unciale (θηλ. επίθ και ουσ)
uncinare (ρ. μτβ.)
uncinato (επίθ.)
uncinetto (ουσ αρσ )
uncino (ουσ αρσ )
undecimo (ουσ αρσ )
undecimo (επίθ.)
undicenne (ουσ αρσ )
undicenne (θηλ.ουσ)
undicenne (επίθ.)
undicesimo (ουσ αρσ )
undicesimo (επίθ.)
undici (αρσ. επίθ και ουσ)
ungarico (επίθ.)
ungaro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---