Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


umiltà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [umilˈta]

1 ταπεινότητα
2 σεμνότητα
3 ταπεινοσύνη
4 ταπεινοφροσύνη
5 μετριοφροσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umilmente umore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umiliare (ρ. μτβ.)
umiliativo (επίθ.)
umiliato (αρσ. επίθ και ουσ)
umiliazione (θηλ.ουσ)
umilmente (επίρ.)
umiltà (θηλ.ουσ)
umore (ουσ αρσ )
umoresca (θηλ.ουσ)
umorismo (ουσ αρσ )
umorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umoristicamente (επίρ.)
umoristico (επίθ.)
un (οριστ. άρθ.)
unanime (επίθ.)
unanimemente (επίρ.)
unanimismo (ουσ αρσ )
unanimità (θηλ.ουσ)
unciale (θηλ. επίθ και ουσ)
uncinare (ρ. μτβ.)
uncinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---