Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


umidificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [umidifiˈkare]

1 νοτίζω
2 υγραίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umidiccio umidificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umettare (ρ. μτβ.)
umettazione (θηλ.ουσ)
umico (επίθ.)
umidezza (θηλ.ουσ)
umidiccio (επίθ.)
umidificare (ρ. μτβ.)
umidificatore (ουσ αρσ )
umidificazione (θηλ.ουσ)
umidità (θηλ.ουσ)
umido (ουσ αρσ )
umido (επίθ.)
umifero (επίθ.)
umificazione (θηλ.ουσ)
umile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umiliante (επίθ.)
umiliare (ρ. μτβ.)
umiliativo (επίθ.)
umiliato (αρσ. επίθ και ουσ)
umiliazione (θηλ.ουσ)
umilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---