Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


umbilìco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [umbiˈliko]

1 ομφαλός
2 αφαλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umbilicato umbone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umazione (θηλ.ουσ)
umbellato (επίθ.)
Umberto (κύρ.όν. αρσ.)
umbilicale (επίθ.)
umbilicato (επίθ.)
umbilico (ουσ αρσ )
umbone (ουσ αρσ )
umbratile (επίθ.)
umerale (επίθ.)
umettante (επίθ.)
umettare (ρ. μτβ.)
umettazione (θηλ.ουσ)
umico (επίθ.)
umidezza (θηλ.ουσ)
umidiccio (επίθ.)
umidificare (ρ. μτβ.)
umidificatore (ουσ αρσ )
umidificazione (θηλ.ουσ)
umidità (θηλ.ουσ)
umido (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---