Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùlulo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈululo]

1 ουρλιαχτό
2 ρέκασμα
3 ολοφυρμός
4 στριγκλιά
5 ολολυγμός
6 ούρλιασμα
7 κρωγμός
8 σκούξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ululato ulva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultravirus (ουσ αρσ )
ultravuoto (ουσ αρσ )
ululante (επίθ.)
ululare (ρ.αμτβ.)
ululato (αρσ. επίθ και ουσ)
ululo (ουσ αρσ )
ulva (θηλ.ουσ)
umanamente (επίρ.)
umanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
umanazione (θηλ.ουσ)
umanesimo (ουσ αρσ )
umanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umanistico (επίθ.)
umanità (θηλ.ουσ)
umanitario (ουσ αρσ )
umanitario (επίθ.)
umanitarismo (ουσ αρσ )
umanizzare (ρ. μτβ.)
umanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
umanizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---