Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ultramicròtomo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ultramiˈkrɔtomo]

τομή για υπερμικροσκόπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ultramicroscopio ultramoderno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultramarino (επίθ.)
ultramicrometro (ουσ αρσ )
ultramicroscopia (θηλ.ουσ)
ultramicroscopico (επίθ.)
ultramicroscopio (ουσ αρσ )
ultramicrotomo (ουσ αρσ )
ultramoderno (επίθ.)
ultramontano (επίθ.)
ultrapotente (επίθ.)
ultrarapido (επίθ.)
ultrarosso (αρσ. επίθ και ουσ)
ultrasensibile (επίθ.)
ultrasinistra (θηλ.ουσ)
ultrasonoro (επίθ.)
ultrastruttura (θηλ.ουσ)
ultrasuono (ουσ αρσ )
ultrasuonoterapia (θηλ.ουσ)
ultraterreno (επίθ.)
ultravioletto (ουσ αρσ )
ultravioletto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---