Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uligàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uliˈgano]

1 χουλιγκάνος
2 χούλιγκαν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ulema Ulisse  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ulcerativo (επίθ.)
ulcerazione (θηλ.ουσ)
ulceroso (ουσ αρσ )
ulceroso (επίθ.)
ulema (ουσ αρσ )
uligano (ουσ αρσ )
Ulisse (ουσ αρσ )
ulisside (ουσ αρσ και θηλ.)
ulite (θηλ.ουσ)
ulivella (θηλ.ουσ)
ulmacee (θηλ. ουσ πληθ.)
ulna (θηλ.ουσ)
ulnare (αρσ. επίθ και ουσ)
ulteriore (επίθ.)
ulteriormente (επίρ.)
ultima (θηλ.ουσ)
ultimamente (επίρ.)
ultimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ultimativo (επίθ.)
ultimatum (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---