Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόugnatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [uɲɲaˈtura] 1 φαλτσογωνιά 2 λοξοτομή 3 στρογγυλεμένο άκρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |