uggióso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [udˈʤoso], [udˈʤozo]
1 βαριεστημένος
2 κατηφής
3 κακόκεφος
4 ευερέθιστος
5 πληκτικός
6 κουραστικός
7 βαρετός
8 ανιαρός
9 ενοχλητικός
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [udˈʤoso], [udˈʤozo]
1 βαριεστημένος
2 κατηφής
3 κακόκεφος
4 ευερέθιστος
5 πληκτικός
6 κουραστικός
7 βαρετός
8 ανιαρός
9 ενοχλητικός
permalink
uggioso (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android