Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uggiolìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [udʤoˈlina]

αίσθηση της πείνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uggiolare uggiolio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ugandese (ουσ αρσ )
ugandese (επίθ.)
ugello (ουσ αρσ )
uggia (θηλ.ουσ)
uggiolare (ρ.αμτβ.)
uggiolina (θηλ.ουσ)
uggiolio (ουσ αρσ )
uggiosamente (επίρ.)
uggiosità (θηλ.ουσ)
uggioso (αρσ. επίθ και ουσ)
ugnatura (θηλ.ουσ)
Ugo (κύρ.όν. αρσ.)
ugola (θηλ.ουσ)
ugonotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrico (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrofinnico, ugro–finnico (αρσ. επίθ και ουσ)
uguagliabile (επίθ.)
uguagliamento (ουσ αρσ )
uguaglianza (θηλ.ουσ)
uguagliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---