Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόugèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [uˈʤɛllo] 1 μπεκ 2 ακροστόμιο 3 ακροφύσιο 4 επιταχυντήρας αερίων σε κινητήρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |