Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Ùgo
κύριο όνομα αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈugo]

1 Ούγος
2 Ούγκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ugnatura ugola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uggiolio (ουσ αρσ )
uggiosamente (επίρ.)
uggiosità (θηλ.ουσ)
uggioso (αρσ. επίθ και ουσ)
ugnatura (θηλ.ουσ)
Ugo (κύρ.όν. αρσ.)
ugola (θηλ.ουσ)
ugonotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrico (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrofinnico, ugro–finnico (αρσ. επίθ και ουσ)
uguagliabile (επίθ.)
uguagliamento (ουσ αρσ )
uguaglianza (θηλ.ουσ)
uguagliare (ρ. μτβ.)
uguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
uguale (επίθ.)
ugualitario (αρσ. επίθ και ουσ)
ugualitarismo (ουσ αρσ )
ugualmente (επίρ.)
uh (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---