Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uguagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ugwaʎˈʎare]

εξομοιώνω

uguagliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ugwaʎˈʎarsi]

1 συγκρίνομαι
2 είμαι ίσος
3 αντιπαραβάλλομαι
4 εξισώνομαι
5 παραβάλλομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uguaglianza uguale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ugrico (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrofinnico, ugro–finnico (αρσ. επίθ και ουσ)
uguagliabile (επίθ.)
uguagliamento (ουσ αρσ )
uguaglianza (θηλ.ουσ)
uguagliare (ρ. μτβ.)
uguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
uguale (επίθ.)
ugualitario (αρσ. επίθ και ουσ)
ugualitarismo (ουσ αρσ )
ugualmente (επίρ.)
uh (επιφ.)
uhm (επιφ.)
uistitì (ουσ αρσ )
ukase (ουσ αρσ )
ukulele (ουσ αρσ και θηλ.)
ulano (ουσ αρσ )
ulcera (θηλ.ουσ)
ulcerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ulcerarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---