Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ulàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈlano]

λογχοφόρος του ιππικού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ukulele ulcera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uh (επιφ.)
uhm (επιφ.)
uistitì (ουσ αρσ )
ukase (ουσ αρσ )
ukulele (ουσ αρσ και θηλ.)
ulano (ουσ αρσ )
ulcera (θηλ.ουσ)
ulcerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ulcerarsi (ρ.μ. (αντων.))
ulcerativo (επίθ.)
ulcerazione (θηλ.ουσ)
ulceroso (ουσ αρσ )
ulceroso (επίθ.)
ulema (ουσ αρσ )
uligano (ουσ αρσ )
Ulisse (ουσ αρσ )
ulisside (ουσ αρσ και θηλ.)
ulite (θηλ.ουσ)
ulivella (θηλ.ουσ)
ulmacee (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---