Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùgrico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈugriko]

ουγγρικός (γλωσσολογία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ugonotto ugrofinnico, ugro–finnico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uggioso (αρσ. επίθ και ουσ)
ugnatura (θηλ.ουσ)
Ugo (κύρ.όν. αρσ.)
ugola (θηλ.ουσ)
ugonotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrico (αρσ. επίθ και ουσ)
ugrofinnico, ugro–finnico (αρσ. επίθ και ουσ)
uguagliabile (επίθ.)
uguagliamento (ουσ αρσ )
uguaglianza (θηλ.ουσ)
uguagliare (ρ. μτβ.)
uguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
uguale (επίθ.)
ugualitario (αρσ. επίθ και ουσ)
ugualitarismo (ουσ αρσ )
ugualmente (επίρ.)
uh (επιφ.)
uhm (επιφ.)
uistitì (ουσ αρσ )
ukase (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---