Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόugandése
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [uganˈdese], [uganˈdeze] κάτοικος της Ουγκάντας ugandése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [uganˈdese], [uganˈdeze] ο της Ουγκάντας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |