Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uffìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ufˈfittsjo]

1 ιερή ακολουθία
2 λειτουργία (θεία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ufficioso ufo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ufficiatura (θηλ.ουσ)
ufficio (ουσ αρσ )
ufficiosamente (επίρ.)
ufficiosità (θηλ.ουσ)
ufficioso (επίθ.)
uffizio (ουσ αρσ )
ufo (ουσ αρσ )
ufologia (θηλ.ουσ)
ufologico (επίθ.)
ufologo (ουσ αρσ )
ugandese (ουσ αρσ )
ugandese (επίθ.)
ugello (ουσ αρσ )
uggia (θηλ.ουσ)
uggiolare (ρ.αμτβ.)
uggiolina (θηλ.ουσ)
uggiolio (ουσ αρσ )
uggiosamente (επίρ.)
uggiosità (θηλ.ουσ)
uggioso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---