Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uffìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ufˈfiʧo]

το γραφείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ufficiatura ufficiosamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ufficio [αρσ.] informazioni = το γραφείο πληροφοριών || ufficio [αρσ.] postale = το ταχυδρομείο || ufficio [αρσ.] telefonico = το τηλεφωνείο || ufficio [αρσ.] telegrafico = το τηλεγραφείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ufficiante (επίθ.)
ufficiare (ρ.αμτβ.)
ufficiare (ρ. μτβ.)
ufficiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ufficiatura (θηλ.ουσ)
ufficio (ουσ αρσ )
ufficiosamente (επίρ.)
ufficiosità (θηλ.ουσ)
ufficioso (επίθ.)
uffizio (ουσ αρσ )
ufo (ουσ αρσ )
ufologia (θηλ.ουσ)
ufologico (επίθ.)
ufologo (ουσ αρσ )
ugandese (ουσ αρσ )
ugandese (επίθ.)
ugello (ουσ αρσ )
uggia (θηλ.ουσ)
uggiolare (ρ.αμτβ.)
uggiolina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---