Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόufficiatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [uffiʧaˈtore] 1 ιερουργός 2 ιερέας 3 λειτουργός 4 διαιτητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |