Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόufficiànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [uffiˈʧante] 1 ιερουργός 2 λειτουργός ufficiànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [uffiˈʧante] 1 ιερουργών 2 λειτουργών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |