Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόùfo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈufo] 1 ιπτάμενος δίσκος 2 ιπτάμενο αντικείμενο άγνωστης προέλευσης 3 ούφο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |