Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provocatóre (αρσ. επίθ και ουσ) prozìa (θηλ.ουσ)
provocatòrio (επίθ.) prozìo (ουσ αρσ )
provocazióne (θηλ.ουσ) prùa (θηλ.ουσ)
pròvola (θηλ.ουσ) prude (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provolóne (ουσ αρσ ) prudènte (επίθ.)
provvedére (ρ.αμτβ.) prudenteménte (επίρ.)
provvedére (ρ. μτβ.) prudènza (θηλ.ουσ)
provvedersi (ρ.μ. (αντων.)) prudenziàle (επίθ.)
provvediménto (ουσ αρσ ) prùdere (ρ.αμτβ.)
provveditoràto (ουσ αρσ ) pruderie (θηλ.ουσ)
provveditóre (αρσ. επίθ και ουσ) prueggiàre (ρ.αμτβ.)
provvedùto (αρσ. επίθ και ουσ) pruéggio (ουσ αρσ )
provvidaménte (επίρ.) prùgna (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provvidènza (θηλ.ουσ) prùgno (ουσ αρσ )
provvidenziàle (επίθ.) prùgnola (θηλ.ουσ)
provvidenzialità (θηλ.ουσ) prugnòlo, prùgnolo (ουσ αρσ )
provvidenzialménte (επίρ.) pruìna (θηλ.ουσ)
pròvvido (επίθ.) pruinóso (επίθ.)
provvigióne (θηλ.ουσ) prunàio (ουσ αρσ )
provvisionàle (θηλ. επίθ και ουσ) prunèlla (θηλ.ουσ)
provvisoriaménte (επίρ.) prunéto (ουσ αρσ )
provvisorietà (θηλ.ουσ) prùno (ουσ αρσ )
provvisòrio (επίθ.) prurìgine (θηλ.ουσ)
provvìsta (θηλ.ουσ) pruriginóso (επίθ.)
provvìsto (αρσ. επίθ και ουσ) prurìto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: