ItalianoGreco


prunàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pruˈnajo]

1 θέση δυσκολίας
2 χαμηλή βλάστηση με θάμνους
3 θάμνος αγκαθωτός
4 θέση αμηχανίας
5 ακανθώδης και προβληματική κατάσταση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---