Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


psammofìta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [psammoˈfita]

1 αμμόφυτα
2 ψαμμόφυτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prussico psammoterapia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prussianismo (ουσ αρσ )
prussiano (ουσ αρσ )
prussiano (επίθ.)
prussiato (ουσ αρσ )
prussico (επίθ.)
psammofita (θηλ.ουσ)
psammoterapia (θηλ.ουσ)
pseudoacacia (θηλ.ουσ)
pseudointellettuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pseudoletterato (ουσ αρσ )
pseudomembrana (θηλ.ουσ)
pseudomorfo (επίθ.)
pseudomorfosi (θηλ.ουσ)
pseudonimo (αρσ. επίθ και ουσ)
pseudooperazione (θηλ.ουσ)
pseudoparalisi (θηλ.ουσ)
pseudopodio (ουσ αρσ )
pseudoprofeta (ουσ αρσ )
psi (ουσ αρσ και θηλ.)
psicagogia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---