Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prussiàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prusˈsjano]

Πρώσος

prussiàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prusˈsjano]

ο της Πρωσίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prussianismo prussiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prurigine (θηλ.ουσ)
pruriginoso (επίθ.)
prurito (ουσ αρσ )
prussianesimo (ουσ αρσ )
prussianismo (ουσ αρσ )
prussiano (ουσ αρσ )
prussiano (επίθ.)
prussiato (ουσ αρσ )
prussico (επίθ.)
psammofita (θηλ.ουσ)
psammoterapia (θηλ.ουσ)
pseudoacacia (θηλ.ουσ)
pseudointellettuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pseudoletterato (ουσ αρσ )
pseudomembrana (θηλ.ουσ)
pseudomorfo (επίθ.)
pseudomorfosi (θηλ.ουσ)
pseudonimo (αρσ. επίθ και ουσ)
pseudooperazione (θηλ.ουσ)
pseudoparalisi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---