Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpruriginóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pruriʤiˈnoso], [pruriʤiˈnozo] 1 ερεθιστικός 2 που προκαλεί φαγούρα 3 προκλητικός 4 κνησμώδης 5 διεγερτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |