Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pruriginóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pruriʤiˈnoso], [pruriʤiˈnozo]

1 ερεθιστικός
2 που προκαλεί φαγούρα
3 προκλητικός
4 κνησμώδης
5 διεγερτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prurigine prurito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prunaio (ουσ αρσ )
prunella (θηλ.ουσ)
pruneto (ουσ αρσ )
pruno (ουσ αρσ )
prurigine (θηλ.ουσ)
pruriginoso (επίθ.)
prurito (ουσ αρσ )
prussianesimo (ουσ αρσ )
prussianismo (ουσ αρσ )
prussiano (ουσ αρσ )
prussiano (επίθ.)
prussiato (ουσ αρσ )
prussico (επίθ.)
psammofita (θηλ.ουσ)
psammoterapia (θηλ.ουσ)
pseudoacacia (θηλ.ουσ)
pseudointellettuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pseudoletterato (ουσ αρσ )
pseudomembrana (θηλ.ουσ)
pseudomorfo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---