Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prùno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpruno]

1 βάτος
2 αγκαθωτός βάτος
3 πρίνος prunus spinosa


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pruneto prurigine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pruina (θηλ.ουσ)
pruinoso (επίθ.)
prunaio (ουσ αρσ )
prunella (θηλ.ουσ)
pruneto (ουσ αρσ )
pruno (ουσ αρσ )
prurigine (θηλ.ουσ)
pruriginoso (επίθ.)
prurito (ουσ αρσ )
prussianesimo (ουσ αρσ )
prussianismo (ουσ αρσ )
prussiano (ουσ αρσ )
prussiano (επίθ.)
prussiato (ουσ αρσ )
prussico (επίθ.)
psammofita (θηλ.ουσ)
psammoterapia (θηλ.ουσ)
pseudoacacia (θηλ.ουσ)
pseudointellettuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pseudoletterato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---