Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpruinóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pruiˈnoso], [pruiˈnozo] 1 γλαύκος 2 χτυπημένος από τον παγετό 3 χνοώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |