Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prùgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpruɲɲo]

δαμασκηνιά prunus domestica


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prugna prugnola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prudere (ρ.αμτβ.)
pruderie (θηλ.ουσ)
prueggiare (ρ.αμτβ.)
prueggio (ουσ αρσ )
prugna (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prugno (ουσ αρσ )
prugnola (θηλ.ουσ)
prugnolo (ουσ αρσ )
pruina (θηλ.ουσ)
pruinoso (επίθ.)
prunaio (ουσ αρσ )
prunella (θηλ.ουσ)
pruneto (ουσ αρσ )
pruno (ουσ αρσ )
prurigine (θηλ.ουσ)
pruriginoso (επίθ.)
prurito (ουσ αρσ )
prussianesimo (ουσ αρσ )
prussianismo (ουσ αρσ )
prussiano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---