Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprurìgine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pruˈriʤine] 1 κνησμός 2 φαγούρα 3 ξυσμάρα 4 κνήφη 5 ξυσούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |