Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprunèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pruˈnɛlla] 1 ποτό από δαμάσκηνα 2 πρίνος prunella vulgaris 3 πανί παπουτσιού (πάνινου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |