Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprùgnola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpruɲɲola] 1 αγριοκορόμηλο 2 κορόμηλο 3 τζάνερο 4 αγριοδαμάσκηνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |