Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


provvisionàle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [provvizjoˈnale]

1 πρόσκαιρος
2 προσωρινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provvigione provvisoriamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provvidenziale (επίθ.)
provvidenzialità (θηλ.ουσ)
provvidenzialmente (επίρ.)
provvido (επίθ.)
provvigione (θηλ.ουσ)
provvisionale (θηλ. επίθ και ουσ)
provvisoriamente (επίρ.)
provvisorietà (θηλ.ουσ)
provvisorio (επίθ.)
provvista (θηλ.ουσ)
provvisto (αρσ. επίθ και ουσ)
prozia (θηλ.ουσ)
prozio (ουσ αρσ )
prua (θηλ.ουσ)
prude (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prudente (επίθ.)
prudentemente (επίρ.)
prudenza (θηλ.ουσ)
prudenziale (επίθ.)
prudere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---