Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


provvisoriaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [provvizorjaˈmente]

1 για την ώρα
2 επί του παρόντος
3 προσωρινά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provvisionale provvisorietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provvidenzialità (θηλ.ουσ)
provvidenzialmente (επίρ.)
provvido (επίθ.)
provvigione (θηλ.ουσ)
provvisionale (θηλ. επίθ και ουσ)
provvisoriamente (επίρ.)
provvisorietà (θηλ.ουσ)
provvisorio (επίθ.)
provvista (θηλ.ουσ)
provvisto (αρσ. επίθ και ουσ)
prozia (θηλ.ουσ)
prozio (ουσ αρσ )
prua (θηλ.ουσ)
prude (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prudente (επίθ.)
prudentemente (επίρ.)
prudenza (θηλ.ουσ)
prudenziale (επίθ.)
prudere (ρ.αμτβ.)
pruderie (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---