Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


provvigióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [provviˈʤone]

1 προμήθεια (εμπορικής συμφωνίας)
2 αμοιβή μεσάζοντος
3 μίζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provvido provvisionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provvidenza (θηλ.ουσ)
provvidenziale (επίθ.)
provvidenzialità (θηλ.ουσ)
provvidenzialmente (επίρ.)
provvido (επίθ.)
provvigione (θηλ.ουσ)
provvisionale (θηλ. επίθ και ουσ)
provvisoriamente (επίρ.)
provvisorietà (θηλ.ουσ)
provvisorio (επίθ.)
provvista (θηλ.ουσ)
provvisto (αρσ. επίθ και ουσ)
prozia (θηλ.ουσ)
prozio (ουσ αρσ )
prua (θηλ.ουσ)
prude (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prudente (επίθ.)
prudentemente (επίρ.)
prudenza (θηλ.ουσ)
prudenziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---