Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprovvigióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [provviˈʤone] 1 προμήθεια (εμπορικής συμφωνίας) 2 αμοιβή μεσάζοντος 3 μίζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |