Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prùa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprua]

η πλώρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prozio prude  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provvisorio (επίθ.)
provvista (θηλ.ουσ)
provvisto (αρσ. επίθ και ουσ)
prozia (θηλ.ουσ)
prozio (ουσ αρσ )
prua (θηλ.ουσ)
prude (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prudente (επίθ.)
prudentemente (επίρ.)
prudenza (θηλ.ουσ)
prudenziale (επίθ.)
prudere (ρ.αμτβ.)
pruderie (θηλ.ουσ)
prueggiare (ρ.αμτβ.)
prueggio (ουσ αρσ )
prugna (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prugno (ουσ αρσ )
prugnola (θηλ.ουσ)
prugnolo (ουσ αρσ )
pruina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---