Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


provvisòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [provviˈzɔrjo]

προσωρινός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provvisorietà provvista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provvido (επίθ.)
provvigione (θηλ.ουσ)
provvisionale (θηλ. επίθ και ουσ)
provvisoriamente (επίρ.)
provvisorietà (θηλ.ουσ)
provvisorio (επίθ.)
provvista (θηλ.ουσ)
provvisto (αρσ. επίθ και ουσ)
prozia (θηλ.ουσ)
prozio (ουσ αρσ )
prua (θηλ.ουσ)
prude (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prudente (επίθ.)
prudentemente (επίρ.)
prudenza (θηλ.ουσ)
prudenziale (επίθ.)
prudere (ρ.αμτβ.)
pruderie (θηλ.ουσ)
prueggiare (ρ.αμτβ.)
prueggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---