Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprovveditoràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [provveditoˈrato] 1 επιστασία ή διεύθυνση 2 δημόσια υπηρεσία 3 κυβερνητικό γραφείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |