ItalianoGreco


provvedére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [provveˈdere]

προμηθεύω, μεριμνώ

provvedére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [provveˈdere]

1 προμηθεύω
2 προβλέπω
3 προσπορίζω
4 δίνω
5 εξασφαλίζω
6 εξοπλίζω
7 παρέχω
8 προξενώ
9 εφοδιάζω
10 προσφέρω
11 διασφαλίζω

provvedersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [provveˈdersi]

1 εφοδιάζομαι
2 προμηθεύομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---