Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprovocatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [provokaˈtore] 1 προβοκάτορας 2 μοχλός 3 εμπνευστής 4 υποκινητής 5 διεγέρτης 6 παρακινητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |