Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


provocànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [provoˈkante]

1 προκλητικός
2 προβοκατόρικος
3 ερεθιστικός
4 δελεαστικός
5 παροξυντικός
6 γαργαλιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provocabile provocare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provincializzare (ρ. μτβ.)
provincializzazione (θηλ.ουσ)
provino (ουσ αρσ )
provitamina (θηλ.ουσ)
provocabile (επίθ.)
provocante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provocare (ρ. μτβ.)
provocativo (επίθ.)
provocatore (αρσ. επίθ και ουσ)
provocatorio (επίθ.)
provocazione (θηλ.ουσ)
provola (θηλ.ουσ)
provolone (ουσ αρσ )
provvedere (ρ.αμτβ.)
provvedere (ρ. μτβ.)
provvedersi (ρ.μ. (αντων.))
provvedimento (ουσ αρσ )
provveditorato (ουσ αρσ )
provveditore (αρσ. επίθ και ουσ)
provveduto (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---