Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprovveditóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [provvediˈtore] 1 ανώτερος 2 προὶστάμενος 3 επιβλέπων ή διευθύνων 4 τμηματάρχης 5 διευθυντής 6 επιστάτης 7 επιθεωρητής 8 επιτηρητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |