Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


provveditóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [provvediˈtore]

1 ανώτερος
2 προὶστάμενος
3 επιβλέπων ή διευθύνων
4 τμηματάρχης
5 διευθυντής
6 επιστάτης
7 επιθεωρητής
8 επιτηρητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provveditorato provveduto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provvedere (ρ.αμτβ.)
provvedere (ρ. μτβ.)
provvedersi (ρ.μ. (αντων.))
provvedimento (ουσ αρσ )
provveditorato (ουσ αρσ )
provveditore (αρσ. επίθ και ουσ)
provveduto (αρσ. επίθ και ουσ)
provvidamente (επίρ.)
provvidenza (θηλ.ουσ)
provvidenziale (επίθ.)
provvidenzialità (θηλ.ουσ)
provvidenzialmente (επίρ.)
provvido (επίθ.)
provvigione (θηλ.ουσ)
provvisionale (θηλ. επίθ και ουσ)
provvisoriamente (επίρ.)
provvisorietà (θηλ.ουσ)
provvisorio (επίθ.)
provvista (θηλ.ουσ)
provvisto (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---