Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprovocàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [provoˈkare] 1 (causare) προξενώ 2 (irritare) προκαλώ 3 (eccitare) ερεθίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |