Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


provocàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [provoˈkare]

1 (causare) προξενώ
2 (irritare) προκαλώ
3 (eccitare) ερεθίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provocante provocativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provincializzazione (θηλ.ουσ)
provino (ουσ αρσ )
provitamina (θηλ.ουσ)
provocabile (επίθ.)
provocante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provocare (ρ. μτβ.)
provocativo (επίθ.)
provocatore (αρσ. επίθ και ουσ)
provocatorio (επίθ.)
provocazione (θηλ.ουσ)
provola (θηλ.ουσ)
provolone (ουσ αρσ )
provvedere (ρ.αμτβ.)
provvedere (ρ. μτβ.)
provvedersi (ρ.μ. (αντων.))
provvedimento (ουσ αρσ )
provveditorato (ουσ αρσ )
provveditore (αρσ. επίθ και ουσ)
provveduto (αρσ. επίθ και ουσ)
provvidamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---