Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròvola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔvola]

τυρί από φρέσκο γάλα βούβαλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provocazione provolone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provocare (ρ. μτβ.)
provocativo (επίθ.)
provocatore (αρσ. επίθ και ουσ)
provocatorio (επίθ.)
provocazione (θηλ.ουσ)
provola (θηλ.ουσ)
provolone (ουσ αρσ )
provvedere (ρ.αμτβ.)
provvedere (ρ. μτβ.)
provvedersi (ρ.μ. (αντων.))
provvedimento (ουσ αρσ )
provveditorato (ουσ αρσ )
provveditore (αρσ. επίθ και ουσ)
provveduto (αρσ. επίθ και ουσ)
provvidamente (επίρ.)
provvidenza (θηλ.ουσ)
provvidenziale (επίθ.)
provvidenzialità (θηλ.ουσ)
provvidenzialmente (επίρ.)
provvido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---