Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pomàio (ουσ αρσ ) pompàre (ρ. μτβ.)
pomàrio (ουσ αρσ ) pompàta (θηλ.ουσ)
pomàta (θηλ.ουσ) pompeggiàre (ρ.αμτβ.)
pomàto (επίθ.) pompeggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pomellàto (επίθ.) pompeiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
pomellatùra (θηλ.ουσ) pompèlmo (ουσ αρσ )
pomèllo (ουσ αρσ ) Pompèo (κύρ.όν. αρσ.)
pomeridiàno (επίθ.) pompière (ουσ αρσ )
pomerìggio (ουσ αρσ ) pompìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
pométo (ουσ αρσ ) pompon (ουσ αρσ )
pómice (θηλ.ουσ) pomposaménte (επίρ.)
pomiciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) pomposità (θηλ.ουσ)
pomiciatùra (θηλ.ουσ) pompóso (επίθ.)
pomicióne (ουσ αρσ ) pònce (ουσ αρσ )
pomicoltóre (ουσ αρσ ) pòncio (ουσ αρσ )
pomicoltùra (θηλ.ουσ) ponderàbile (επίθ.)
pómo (ουσ αρσ ) ponderabilità (θηλ.ουσ)
pomodòro (ουσ αρσ ) ponderàle (επίθ.)
pómolo (ουσ αρσ ) ponderàre (ρ. μτβ.)
pomologìa (θηλ.ουσ) ponderataménte (επίρ.)
pomològico (επίθ.) ponderatézza (θηλ.ουσ)
pomòlogo (ουσ αρσ ) ponderàto (επίθ.)
pomóso (επίθ.) ponderazióne (θηλ.ουσ)
pómpa (θηλ.ουσ) ponderosità (θηλ.ουσ)
pompàggio (ουσ αρσ ) ponderóso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: